χηρειά

χηρειά
χηρεία η , χηρεμός ο
1) вдовство;

διατελώ εν χηρεία — вдовствовать;

2) вакантное место, вакансия

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "χηρειά" в других словарях:

  • χηρεία — χηρείᾱ , χήρειος widowed fem nom/voc/acc dual χηρείᾱ , χήρειος widowed fem nom/voc sg (attic doric aeolic) χηρείᾱ , χηρεία widowhood fem nom/voc/acc dual χηρείᾱ , χηρεία widowhood fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χηρείᾳ — χηρείᾱͅ , χήρειος widowed fem dat sg (attic doric aeolic) χηρείᾱͅ , χηρεία widowhood fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χηρεία — η, ΝΜΑ, και χηρειά και χηριά Ν, και χηρία, και ιων. τ. χηρείη, Α [χήρα] 1. η κατάσταση τού χήρου ή τής χήρας νεοελλ. 1. μτφ. (για υπούργημα, αξίωμα, θέση) το να μένει κάτι κενό, το να μην αναπληρώνεται κάτι («η χηρεία τής προεδρίας») 2. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • χηρειά — η, Ν βλ. χηρεία …   Dictionary of Greek

  • χηρεία — η 1. το να είναι κανείς χήρος, η κατάσταση του χήρου ή της χήρας, η χήρεψη: Είναι σε χηρεία. 2. σε υπουργήματα, αξιώματα, θέσεις, το να χηρεύει κάτι ή το να παραμένει κενή κάποια θέση ή αξίωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χηρειά — η βλ. χηρεία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χηρείας — χηρείᾱς , χήρειος widowed fem acc pl χηρείᾱς , χήρειος widowed fem gen sg (attic doric aeolic) χηρείᾱς , χηρεία widowhood fem acc pl χηρείᾱς , χηρεία widowhood fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χηρείαν — χηρείᾱν , χήρειος widowed fem acc sg (attic doric aeolic) χηρείᾱν , χηρεία widowhood fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χηρεῖαι — χηρεία widowhood fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χηρανεία — ἡ, Α χηρεία. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. χηρεία, ο οποίος πιθ. πρέπει να διορθωθεί σε χηρανδρία] …   Dictionary of Greek

  • оброснение — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  =  сущ. (греч. χηρεία) линяние, линька; место,… …   Словарь церковнославянского языка


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»